κακανθρώπισμα

κακανθρώπισμα
το [κακανθρωπίζω]
συν. στον πληθ. τα κακανθρωπίσματα
οι καλικάντζαροι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλικάντζαρος — ο θηλ. ού και ίνα (λαογρ.), δαιμόνιο (κακό πνεύμα) που εμφανίζεται, όπως πιστεύει ο λαός, κατά το Δωδεκαήμερο, κακανθρώπισμα, τσιλικρωτό, παγανό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”